- αποραφανίδωσις
- ἀποραφανίδωσις, η (Α)εξευτελιστική τιμωρία των μοιχών με το να μπήγουν ραφανίδα στον πρωκτό τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποραφανίδωσις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)